χίπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χίπης | οι | χίπηδες |
γενική | του | χίπη | των | χίπηδων |
αιτιατική | τον | χίπη | τους | χίπηδες |
κλητική | χίπη | χίπηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χίπης < (άμεσο δάνειο) αγγλική hippie + -ς και προσαρμογή στο ελληνικό κλιτικό σύστημα < απώτερης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb- < *ḱew- (λυγίζω, κάμπτω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χίπης αρσενικό (θηλυκό χίπισσα)
- άτομο με ιδιόρρυθμο ή παραμελημένο ντύσιμο (που συμμετέχει σε κοινωνικό κίνημα) που αμφισβητεί τις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες και νόρμες και φέρεται αντισυμβατικά
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- χίπις στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)