χαβαλέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαβαλέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική havale (μεταφορά, μετάθεση) < αραβική حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαβαλέ
- για πλάκα, χωρίς προσπάθεια ή σοβαρότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαβαλέ
|