χαβαλετζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαβαλετζής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαβαλετζής αρσενικό, (θηλυκό χαβαλετζού)
- άτομο που του αρέσουν οι χαβαλέδες και, γενικότερα, κάνει χαβαλέ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαβαλετζής
|