χαβιαροσαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαβιαροσαλάτα οι χαβιαροσαλάτες
      γενική της χαβιαροσαλάτας
    αιτιατική τη χαβιαροσαλάτα τις χαβιαροσαλάτες
     κλητική χαβιαροσαλάτα χαβιαροσαλάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαβιαροσαλάτα < χαβιάρι και σαλάτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαβιαροσαλάτα θηλυκό

  1. για να μη στοιχίζει πολύ το χαβιάρι ως συνοδευτικό, αναμιγνύεται με ψωμί σε αναλογία περίπου 3 προς 2
    Η χαβιαροσαλάτα θέλει να μουσκέψεις λίγο 15 δράμια ψίχα και 25 δράμια χαβιάρι και μετά να βάζεις μία λίγο λαδάκι και μια λίγο λεμονάκι και να ανακατεύεις -όλο μαζί το λάδι 50-100 δράμια και το λεμόνι, μισό ή ένα στυμμένο, ανάλογα πόσο στυφό το θέλει κανείς. Και παραπάνω ψωμί να βάλεις, δεν πειράζει, αρκεί να μην το τρατάρεις σε Ρώσο (πολίτικη συνταγή)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]