χαβιαροχανίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαβιαροχανίτης < Χαβιαρόχαν(ο) (περιοχή της Κωνσταντινούπολης) + -ίτης[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.vʝa.ɾo.xaˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐βια‐ρο‐χα‐νί‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαβιαροχανίτης αρσενικό
- εξαιρετικά συμφεροντολόγος ή φιλοκερδής αργυραμοιβός
- ※ Σχεδόν στην αφάνεια παραμένει η μεγάλη κοινωνική αντιπαράθεση που ξέσπασε στην Αθήνα, την τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα. «Χαβιαροχανίτες» και «Χρυσοκάνθαρους» αποκαλούσαν ο λαός και τα λαϊκά έντυπά του τους νεόπλουτους που επρόκειτο να διαμορφώσουν την ανύπαρκτη αστική τάξη και να κομίσουν μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις. (Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, Χαβιαροχανίτες και Χρυσοκάνθαροι, Μικρός Ρωμηός)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαβιαροχανίτης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .