χαδούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαδούσα < χάδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαδούσα θηλυκό

  • η χαδιάρα γυναίκα, αυτή που της αρέσουν τα χάδια και οι τρυφερότητες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]