χαζίρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαζίρεμα ουδέτερο
- η ετοιμασία, η προετοιμασία
- Τα χαζιρέματα για τις γιορτές ξεκινούν από την επομένη του Άη-Φιλίππου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαζίρεμα