χαζεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαζεύω < χαζός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xaˈze.vo/

χαζεύω

  1. γίνομαι χαζός
     συνώνυμα: ξεκουτιαίνω
  2. (κατ’ επέκταση) χάσκω από έκπληξη, βλέπω, παρατηρώ κάτι με ανοιχτό το στόμα
     συνώνυμα: αποσβολώνομαι
  3. ξοδεύω τον καιρό μου παρατηρώντας πράγματα που είναι ευχάριστα, αλλά δεν με αφορούν άμεσα
  4. (μεταβατικό) παρακολουθώ κάποιον σε μεγάλη προσήλωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]