χαζοβιόλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαζοβιόλης οι χαζοβιόληδες
      γενική του χαζοβιόλη των χαζοβιόληδων
    αιτιατική τον χαζοβιόλη τους χαζοβιόληδες
     κλητική χαζοβιόλη χαζοβιόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαζοβιόλης < χαζο- + βιολ(ί) + -ης (όπως στην έκφραση το βιολί του, το ίδιο βιολί)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαζοβιόλης αρσενικό (θηλυκό χαζοβιόλα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]