χαζοβιόλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαζοβιόλης οι χαζοβιόληδες
      γενική του χαζοβιόλη των χαζοβιόληδων
    αιτιατική τον χαζοβιόλη τους χαζοβιόληδες
     κλητική χαζοβιόλη χαζοβιόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαζοβιόλης < χαζο- + βιολ(ί) + -ης (όπως στην έκφραση το βιολί του, το ίδιο βιολί)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαζοβιόλης αρσενικό (θηλυκό χαζοβιόλα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]