χαζομάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαζομάρα οι χαζομάρες
      γενική της χαζομάρας
    αιτιατική τη χαζομάρα τις χαζομάρες
     κλητική χαζομάρα χαζομάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαζομάρα < χαζός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαζομάρα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του χαζού, η έλλειψη εξυπνάδας
  2. ανόητη ενέργεια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]