χαζο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαζο- < χαζ(ός) + -ο- ή -ό-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ζο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

χαζο- ή χαζό-

πρώτο συνθετικό λέξης που δηλώνει:

  1. χαζομάρα, ανοησία, αφέλεια
    χαζόγρια
  2. έλλειψη σοβαρότητας, συνήθως λόγω συναισθηματικής φόρτισης του προσώπου που ορίζεται στο δεύτερο συνθετικό για κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο (συνήθως, παιδί)
    χαζομπαμπάς
  3. κάτι χωρίς σημασία
    χαζολογάω

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως