χαλάω τον κόσμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλάω τον κόσμο < → δείτε τη λέξη χαλάω + αιτιατική: τον, κόσμος

Έκφραση[επεξεργασία]

χαλάω τον κόσμο

  1. προκαλώ μεγάλη αναστάτωση
  2. κάνω πολλή φασαρία
    → δείτε παράθεμα στο χαλώ τον κόσμο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]