χαλάω τον κόσμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
χαλάω τον κόσμο
- προκαλώ μεγάλη αναστάτωση
- κάνω πολλή φασαρία
- → δείτε παράθεμα στο χαλώ τον κόσμο