χαλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλί | τα | χαλιά |
γενική | του | χαλιού | των | χαλιών |
αιτιατική | το | χαλί | τα | χαλιά |
κλητική | χαλί | χαλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική halı < περσική قالی (qali)

Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλί ουδέτερο
- κάλυμμα για το πάτωμα από βαρύ, συνήθως διακοσμημένο, ύφασμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- να γίνω χαλί να με πατήσεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
χαλί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)