χαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλίκι | τα | χαλίκια |
γενική | του | χαλικιού | των | χαλικιών |
αιτιατική | το | χαλίκι | τα | χαλίκια |
κλητική | χαλίκι | χαλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλίκι < αρχαία ελληνική χᾰ́λῐξ < (ίσως) προελληνική [1] ή αβέβαιης ετυμολογίας[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λί‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλίκι ουδέτερο
- ένα μικρό κομμάτι βράχου, συνήθως από λατομείο, που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για πρόχειρη επίστρωση επιφανειών (δρόμων, διαδρόμων, αυλών)
- στη γεωλογία το χαλίκι ανήκει στα κλαστικά ιζήματα, και στην υποκατηγορία τους "κροκάλες-λατύπες" με προσδιορισμό μεγέθους τα 4 έως 64 χιλ.
Σύνθετα
[επεξεργασία]- χαλικόστρωμα και χαλικόστρωση
- χαλικοστρώνω
- χαλικόστρωτος
- χαλικοστρωμένος
- χαλικοπαγές πέτρωμα ((παρωχημένο) όρος για στρωσιγενή κλαστικά ιζήματα
- χαλικοδόμος
- χαλικοθηρίο
- αμμοχάλικο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)