χαλαζόπληκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλαζόπληκτος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλαζόπληκτος
|
χαλαζόπληκτος, -η, -ο
|