χαλαρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλαρωτικός η χαλαρωτική το χαλαρωτικό
      γενική του χαλαρωτικού της χαλαρωτικής του χαλαρωτικού
    αιτιατική τον χαλαρωτικό τη χαλαρωτική το χαλαρωτικό
     κλητική χαλαρωτικέ χαλαρωτική χαλαρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλαρωτικοί οι χαλαρωτικές τα χαλαρωτικά
      γενική των χαλαρωτικών των χαλαρωτικών των χαλαρωτικών
    αιτιατική τους χαλαρωτικούς τις χαλαρωτικές τα χαλαρωτικά
     κλητική χαλαρωτικοί χαλαρωτικές χαλαρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλαρωτικός < χαλαρώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

χαλαρωτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]