χαλασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλασμός | οι | χαλασμοί |
γενική | του | χαλασμού | των | χαλασμών |
αιτιατική | τον | χαλασμό | τους | χαλασμούς |
κλητική | χαλασμέ | χαλασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλασμός ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γίνεται χαλασμός, γίνεται χαλασμός Κυρίου → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλασμός αρσενικό
- το χαλάρωμα
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)