χαλβαδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλβαδιάζω < χαλβάς (πληθυντικός χαλβάδες) + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χαλβαδιάζω

  • κοιτάζω, παρατηρώ κάτι που το θέλω πολύ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]