χαλβαδοπιτατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλβαδοπιτατζής < χαλβαδόπιτα + -τζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλβαδοπιτατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) συνηθέστερα ο πλανόδιος που πουλάει χαλβαδόπιτες, λουκούμια, μαντολάτα και παστέλια
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- οι χαλβαδοπιτατζήδες, ελάχιστοι σήμερα, πούλαγαν την πραμάτεια τους συνήθως σε τουριστικούς χώρους, σιδηροδρομικούς σταθμούς, σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων και λιμάνια και σύμφωνα με αγορανομική διάταξη έφεραν άσπρο επενδύτη, οι εργαζόμενοι σε λιμάνια, επισκεπτόμενοι επιβατηγά πλοία πριν τον απόπλου τους, έφεραν ειδική άδεια εισόδου και άσκησης επαγγέλματος φέροντας στο πέτο τους κονκάρδα με αρίθμηση.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλβαδοπιτατζής
|