χαλβαδοπιτατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλβαδοπιτατζής < χαλβαδόπιτα + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλβαδοπιτατζής οι χαλβαδοπιτατζήδες
      γενική του χαλβαδοπιτατζή των χαλβαδοπιτατζήδων
    αιτιατική τον χαλβαδοπιτατζή τους χαλβαδοπιτατζήδες
     κλητική χαλβαδοπιτατζή χαλβαδοπιτατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χαλβαδοπιτατζής αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • οι χαλβαδοπιτατζήδες, ελάχιστοι σήμερα, πούλαγαν την πραμάτεια τους συνήθως σε τουριστικούς χώρους, σιδηροδρομικούς σταθμούς, σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων και λιμάνια και σύμφωνα με αγορανομική διάταξη έφεραν άσπρο επενδύτη, οι εργαζόμενοι σε λιμάνια, επισκεπτόμενοι επιβατηγά πλοία πριν τον απόπλου τους, έφεραν ειδική άδεια εισόδου και άσκησης επαγγέλματος φέροντας στο πέτο τους κονκάρδα με αρίθμηση.

Συγγενικά[επεξεργασία]

* χαλβατζής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]