χαλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλεύω < πιθανόν αρχαία ελληνική χαλά (δωρικός τύπος ) παράλληλος τύπος του χηλή (οπλή) + -εύω
- Δείτε το ιδιωματικό της Νάξου: χάλη, κληρονομημένο από το δωρικό χαλά
- Άλλη εκδοχή, να σχετίζεται με ανοιχτή παλάμη (για να ζητήσω κάτι), αλλά δεν υπάρχει δείγμα αναλογίας παλάμη-χηλή.
- Τέλος, πιθανόν ξένης προέλευσης. [1]
Ρήμα
[επεξεργασία]χαλεύω
- (ιδιωματικό) ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ, ζητώ
- ※ Βγῆκε ὁ Ἀντώνης στὰ βουνὰ μὲ τὸν Καραγιαννάκη / κι μᾶς χαλεύουν ξαγουρὰ χίλια διακόσια γρόσια. (δημοτικό)
- ↪ Τι χαλεύεις εδώ παιδάκι μου; (τι γυρεύεις, τι κάνεις -γενικά-)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψαχουλεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλεύω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]χαλεύω
- δωρικός τύπος του χηλεύω
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)