χαλινάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλινάρι | τα | χαλινάρια |
γενική | του | χαλιναριού | των | χαλιναριών |
αιτιατική | το | χαλινάρι | τα | χαλινάρια |
κλητική | χαλινάρι | χαλινάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλινάρι < ελληνιστική χαλινάριον < αρχαία ελληνική χαλινός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.liˈna.ɾi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλινάρι ουδέτερο
- τα εξαρτήματα που τοποθετούνται στο κεφάλι και το στόμα του αλόγου ή του γαϊδουριού προκειμένου να βοηθούν τον αναβάτη με λουριά να κατευθύνει το ζώο
- (μεταφορικά) ο έλεγχος και η συγκράτηση των ορμών, των παθών, των ενστίκτων