χαλιναγωγέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαλιναγωγέω-χαλιναγωγῶ (ελληνιστικό ρήμα)
- οδηγώ, κατευθύνω άλογο με το χαλινάρι
- καθοδηγώ, ελέγχω
- αναχαιτίζω