χαλινωτήρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαλινωτήρια < χαλινόω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλινωτήρια ουδέτερο (μόνο στον πληθυντικό, γενική: τῶν χαλινωτηρίων)