χαλκίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλκίς < χαλκός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαλκίς θηλυκό

  1. στη Σπάρτη, η γυναίκα δούλα, η αιχμάλωτη πολέμου, η σκλάβα
  2. χάλκινη τσουκάλα
  3. είδος πτηνού, ίσως η κύμινδις, ίσως νυχτοπούλι
  4. είδος δηλητηριώδους σαύρας, ίσως η ζιγνίς
  5. είδος ψαριού, συγγενους με τη σαρδέλα
  6. με κεφαλαίο, ονομασία πόλεων της Ελλάδας, με γνωστότερη τη Χαλκίδα στο μέσον της Εύβοιας