χαλκομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκομανία < → λείπει η ετυμολογία
Είναι παρερμηνεία του γαλλικού décalcomanie, από το décalquer = ξεπατικώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκομανία θηλυκό
- διάφανη μεμβράνη με εικόνα, που μπορεί να κολληθεί σε λεία επιφάνεια, συνήθως μόνο με νερό
- βάλαμε σε όλα τα βαμμένα αυγά υπέροχες χαλκομανίες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω κάποιον χαλκομανία: 1. κάνω κάποιον ή κάτι επίπεδο 2. (μεταφορικά) δέρνω κάποιον πάρα πολύ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκομανία