χαλκοπλαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκοπλαστικός η χαλκοπλαστική το χαλκοπλαστικό
      γενική του χαλκοπλαστικού της χαλκοπλαστικής του χαλκοπλαστικού
    αιτιατική τον χαλκοπλαστικό τη χαλκοπλαστική το χαλκοπλαστικό
     κλητική χαλκοπλαστικέ χαλκοπλαστική χαλκοπλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκοπλαστικοί οι χαλκοπλαστικές τα χαλκοπλαστικά
      γενική των χαλκοπλαστικών των χαλκοπλαστικών των χαλκοπλαστικών
    αιτιατική τους χαλκοπλαστικούς τις χαλκοπλαστικές τα χαλκοπλαστικά
     κλητική χαλκοπλαστικοί χαλκοπλαστικές χαλκοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλκοπλαστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

χαλκοπλαστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]