χαλκοπόδαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκοπόδαρος < σχηματίστηκε (κατ' αναλογία προς το ξυλοπόδαρος, βρομοπόδαρος, κατσικοπόδαρος) για να αποδόσει την αρχαία ελληνική χαλκόπους, χαλκο- + -πόδαρος
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλκοπόδαρος
- με πόδια σαν από χαλκό, ανθεκτικά, γερά, για μακρινά ταξίδια, για καταδίωξη
- οι χαλκοπόδαρες ερινύες
- με άκρα που έχουν πέταλο από μέταλλο (για ζώα)
- με βάση από χαλκό
- χαλκοπόδαρος τρίποδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκοπόδαρος