χαλκοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλκοφόρος
- συνήθως για εδάφη που έχουν κοιτάσματα χαλκού
- που φέρει χαλκό, κουβαλάει χαλκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκοφόρος
|