χαλκοῦς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- χαλκοῦς < χάλκεος
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν
- αττικός τύπος συνηρημένη μορφή του χάλκεος (χάλκινος)
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 103
- δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
- για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο ανδριάντα στον Ωρεό.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 103
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χαλκοῦς | οἱ | χαλκοῖ |
γενική | τοῦ | χαλκοῦ | τῶν | χαλκῶν |
δοτική | τῷ | χαλκῷ | τοῖς | χαλκοῖς |
αιτιατική | τὸν | χαλκοῦν | τοὺς | χαλκοῦς |
κλητική ὦ! | χαλκοῦ | χαλκοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλκώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαλκοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλοῦς' όπως «πλοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- χαλκοῦς: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου χαλκοῦς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκοῦς αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- χαλκοῦς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαλκοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'χρυσοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'χρυσοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχίνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'πλόος πλοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πλοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πλοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Νομίσματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)