χαλκωματάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλκωματάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαλκωματάς / -ᾶς < χάλκωμα, χαλκωματ- + -άς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xal.ko.maˈtas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κω‐μα‐τάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλκωματάς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει χάλκινα σκεύη
- άλλες μορφές: χαλκωματής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- χαλκωματάδικο
- Χαλκωματάς (επώνυμο)
- χαλκωματένιος
- χαλκωματής
- → και δείτε τις λέξεις χάλκωμα και χαλκός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλκωματάς
Πηγές
[επεξεργασία]- χαλκωματάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλκωματάς < χάλκωμα, χαλκωματ- + -άς/-ᾶς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλκωματάς/χαλκωματᾶς αρσενικό
- (επάγγελμα) o χαλκωματάς
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- χαλκωματάδες (πληθυντικός)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- χαλκωματικά (ουδέτερο πληθυντικός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- χαλκωματᾶς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)