χαλκωματάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χαλκωματάς, χαλκωματᾶς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκωματάς οι χαλκωματάδες
      γενική του χαλκωματά των χαλκωματάδων
    αιτιατική τον χαλκωματά τους χαλκωματάδες
     κλητική χαλκωματά χαλκωματάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκωματάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαλκωματάς / -ᾶς < χάλκωμα, χαλκωματ- + -άς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xal.ko.maˈtas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κω‐μα‐τάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλκωματάς αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκωματάς < χάλκωμα, χαλκωματ- + -άς/-ᾶς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλκωματάς/χαλκωματᾶς αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]