χαμαί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαμαί < αρχαία ελληνική χαμαί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰm̥may < *dʰéǵʰōm (γη, χθών) < *dʰeǵʰ-
Επίρρημα
[επεξεργασία]χαμαί
- (ιδιωματικό) κάτω, επί του εδάφους, χάμω, χάμου, χαμηλά
- (κυπριακά) επί του εδάφους, καταγής, πάνω στο χώμα ή στο δάπεδο
- πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, κυρίως λόγιων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαμαί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰm̥may < *dʰéǵʰōm (γη, χθών) < *dʰeǵʰ-
Επίρρημα
[επεξεργασία]χαμαί
- οὑτοιί σοι χαμαί, καὶ σὺ κατάθου πάλιν τὸ ξίφος (Αριστοφάνης, Αχαρνείς)
- ἔλεγε δὲ ὅτι ἀφ᾿ οὗ ἐβαπτίσθη οὐκ ἔπτυσε χαμαί, ἑξηκοστὸν ἔχων ἔτος ἀφ᾿ οὗ ἐβαπτίσθη (Παλλάδιος, Λαυσαϊκή Ιστορία, Γ')
- εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσαι δαίδαλος αὐλά, ούκέτι Φοῖβος ἕχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγἁν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὓδωρ (χρησμός της Πυθίας)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Το χαμαί δεν εκφράζει κίνηση. Δείτε τη λέξη χαμᾶζε για αυτή την έννοια.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- χαμαιγενής, ής, ές
- χαμαιεύνης-ου
- χαμαίζηλος, ος, ον
- χαμαικοίτης-ου
- χαμαιλέων-οντος
- χαμαιπετής, ής, ές
- χαμαιτύπη (φτηνή πόρνη)
- χαμαιτυπεῖον
- χαμαιτυπία
- χαμεύνη
- χαμεύνιον
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)