χαμαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμαλίκι | τα | χαμαλίκια |
γενική | του | χαμαλικιού | των | χαμαλικιών |
αιτιατική | το | χαμαλίκι | τα | χαμαλίκια |
κλητική | χαμαλίκι | χαμαλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμαλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamallık + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμαλίκι ουδέτερο
- η δουλειά του χαμάλη, η βαριά και χαμηλά αμειβόμενη εργασία που θεωρείται υποτιμητική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμαλίκι
|