χαμεύνιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χαμεύνιον | τὰ | χαμεύνιᾰ |
γενική | τοῦ | χαμευνίου | τῶν | χαμευνίων |
δοτική | τῷ | χαμευνίῳ | τοῖς | χαμευνίοις |
αιτιατική | τὸ | χαμεύνιον | τὰ | χαμεύνιᾰ |
κλητική ὦ! | χαμεύνιον | χαμεύνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαμευνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαμευνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμεύνιον < υποκοριστικό του χαμεύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμεύνιον, -ου ουδέτερο
- το μικρό αχυρόστρωμα στο πάτωμα, το ταπεινό στρωσίδι για ύπνο
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 220d (220c-220d)
- τελευτῶντες δέ τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, [220d] δειπνήσαντες —καὶ γὰρ θέρος τότε γ᾽ ἦν— χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ᾽ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι.
- Στο τέλος μερικοί Ίωνες, καθώς έπεφτε η νύχτα, [220d] αφού πήραν το δείπνο τους, έβγαλαν έξω τα στρωσίδια τους —γιατί τότε ήταν καλοκαίρι— απ᾽ τη μια να κοιμηθούν στη δροσιά κι απ᾽ την άλλη για να τον παραφυλάγουν, άραγε θα έμενε όρθιος τη νύχτα;
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- τελευτῶντες δέ τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, [220d] δειπνήσαντες —καὶ γὰρ θέρος τότε γ᾽ ἦν— χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ᾽ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 220d (220c-220d)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαμεύνη
Πηγές[επεξεργασία]
- χαμεύνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαμεύνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)