χαμηλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλωμένος η χαμηλωμένη το χαμηλωμένο
      γενική του χαμηλωμένου της χαμηλωμένης του χαμηλωμένου
    αιτιατική τον χαμηλωμένο τη χαμηλωμένη το χαμηλωμένο
     κλητική χαμηλωμένε χαμηλωμένη χαμηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλωμένοι οι χαμηλωμένες τα χαμηλωμένα
      γενική των χαμηλωμένων των χαμηλωμένων των χαμηλωμένων
    αιτιατική τους χαμηλωμένους τις χαμηλωμένες τα χαμηλωμένα
     κλητική χαμηλωμένοι χαμηλωμένες χαμηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμηλωμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

χαμηλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]