χαμηλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαμηλός | η | χαμηλή | το | χαμηλό |
γενική | του | χαμηλού | της | χαμηλής | του | χαμηλού |
αιτιατική | τον | χαμηλό | τη | χαμηλή | το | χαμηλό |
κλητική | χαμηλέ | χαμηλή | χαμηλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαμηλοί | οι | χαμηλές | τα | χαμηλά |
γενική | των | χαμηλών | των | χαμηλών | των | χαμηλών |
αιτιατική | τους | χαμηλούς | τις | χαμηλές | τα | χαμηλά |
κλητική | χαμηλοί | χαμηλές | χαμηλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]χαμηλός < αρχαία ελληνική χθαμαλός και χαμηλός < χαμαί
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χαμηλός
- (για αντικείμενα) που έχει μικρό ύψος
- ένα χαμηλό σπιτάκι, ένας χαμηλός λόφος
- (μεταφορικά) μικρός ως προς την ένταση ή την σημασία
- έχεις πολύ χαμηλούς στόχους
- είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, μιλάει πάντα με χαμηλή φωνή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαμηλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χαμηλός, ή, όν
- με τη νεοελληνική έννοια. χαμηλός στο ύψος, κοντά στη γη, αλλά και (μεταφορικά) κατώτερος
- εἰσιν ὑψηλαὶ ἢ ταπειναὶ καὶ ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν ἢ χαμηλαί...τοῦ δαπέδου ἔχουσι (Ξενοφ.)