χαμηλόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.miˈlo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λό‐φω‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
χαμηλόφωνος
- (για άνθρωπο) που μιλάει με χαμηλή φωνή
- (για λόγο) που εκφέρεται με χαμηλή φωνή
- (μεταφορικά) που εκφράζεται διακριτικά, που δεν έχει ύφος μεγαλοπρεπές, πομπώδες ή περισπούδαστο
- ↪ η χαμηλόφωνη ποίηση των συμβολιστών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμηλόφωνος
|