χαμηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμηλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

χαμηλώνω

  1. κατεβάζω ελαφρά, ελαττώνω, το επίπεδο από κάτι
    χαμήλωσε λίγο τη φωνή, το παιδί κοιμάται δίπλα!

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]