χαμοθεός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμοθεός οι χαμοθεοί
      γενική του χαμοθεού των χαμοθεών
    αιτιατική τον χαμοθεό τους χαμοθεούς
     κλητική χαμοθεέ χαμοθεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμοθεός < χάμω + Θεός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμοθεός αρσενικό

  • ο επίγειος προστάτης ενός ανθρώπου, κάποιος ισχυρός άντρας που προστατεύει ενα άτομο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]