χαμπάρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμπάρι | τα | χαμπάρια |
γενική | του | χαμπαριού | των | χαμπαριών |
αιτιατική | το | χαμπάρι | τα | χαμπάρια |
κλητική | χαμπάρι | χαμπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaˈba.ri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μπά‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαμπάρι ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεν παίρνω χαμπάρι, δεν πήρα χαμπάρι!: δεν κατάλαβα!
- τι χαμπάρια; τι νέα;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)