χαμσίν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμσίν < (άμεσο δάνειο) αραβική خمسين (khamsin, πενήντα), o άνεμος των πενήντα ημερών [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xamˈsin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαμ‐σίν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμσίν ουδέτερο άκλιτο
- (άνεμος) άλλη μορφή του χαμσίνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμσίν
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χαμσίν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)