χαμᾶθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμᾶθεν < χαμαί
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαμᾶθεν ( & χαμόθεν ίσως και χαμαῖθεν και χαμάθεν)
- από κάτω, από το έδαφος, από χάμω
- χαμᾶθεν μὲν ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν ἀείροντες
- Χορός κάρφος χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόμυξον.
- αὐτῆς ̣ ἀναιρούμενοι χαμᾶθεν (Πλούταρχος)