χαράσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαράσσω < αρχαία ελληνική χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰer- (χαράσσω)
Ρήμα[επεξεργασία]
χαράσσω (παθητικό: χαράσσομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του χαράζω
- Η πολιτική χαράσσεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαράσσω
|
---
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαράσσω