χαρακτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του χαρακτικός < χαράσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρακτικό ουδέτερο
- έργο της χαρακτικής τέχνης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χαρακτικό
- αιτιατική ενικού του χαρακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χαρακτικός