χαριστικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]χαριστικά < χαριστικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]χαριστικά
- του δόθηκε χαριστικά μια μικρή παράταση για να ξεπληρώσει το χρέος του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χαριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαριστικό