χαριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαριστικά < χαριστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαριστικά
- του δόθηκε χαριστικά μια μικρή παράταση για να ξεπληρώσει το χρέος του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χαριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαριστικό