Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαριστικά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαριστικά < χαριστικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χαριστικά

του δόθηκε χαριστικά μια μικρή παράταση για να ξεπληρώσει το χρέος του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

χαριστικά