χαρμανιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαρμανιάζω
- (λαϊκότροπο) (αργκό) είμαι χαρμάνης
- (λαϊκότροπο) θέλω κάτι πάρα πολύ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαρμάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρμανιάζω
|