χαρμανιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρμανιάζω < χαρμάνι + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χαρμανιάζω

  1. (λαϊκότροπο) (αργκό) είμαι χαρμάνης
  2. (λαϊκότροπο) θέλω κάτι πάρα πολύ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]