χαροκόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαροκόπι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | χαροκόπι | ||
κλητική | χαροκόπι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαροκόπι < χαροκοπ(ώ) + -ι (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.ɾoˈko.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρο‐κό‐πι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαροκόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) έντονη, πολύωρη ή και πολυήμερη, διασκέδαση
- ※ [δημοτικό] «Της Δέσπως», 1η στροφή, σελ.12@archive - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν
μήνα σε γάμο ρήχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρήχνονται, ουδέ σε χαροκόπι
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια- ΣτΕ: μεταγραφή σε μονοτονικό σύστημα. - ρήχνονται[αλλού: ρίχνουνται] νύφαις[αλλού: νύφες]
- ≈ συνώνυμα: μεγάλα γλέντια
- ※ [δημοτικό] «Της Δέσπως», 1η στροφή, σελ.12@archive - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις χαρά και -κοπώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαροκόπι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χαροκόπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)