χαροποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαροποιώ < (ελληνιστική κοινή) χαροποιέω / χαροποιῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]χαροποιώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαροποιώ | χαροποιούσα | θα χαροποιώ | να χαροποιώ | χαροποιώντας | |
β' ενικ. | χαροποιείς | χαροποιούσες | θα χαροποιείς | να χαροποιείς | (χαροποίει) | |
γ' ενικ. | χαροποιεί | χαροποιούσε | θα χαροποιεί | να χαροποιεί | ||
α' πληθ. | χαροποιούμε | χαροποιούσαμε | θα χαροποιούμε | να χαροποιούμε | ||
β' πληθ. | χαροποιείτε | χαροποιούσατε | θα χαροποιείτε | να χαροποιείτε | χαροποιείτε | |
γ' πληθ. | χαροποιούν(ε) | χαροποιούσαν(ε) | θα χαροποιούν(ε) | να χαροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαροποίησα | θα χαροποιήσω | να χαροποιήσω | χαροποιήσει | ||
β' ενικ. | χαροποίησες | θα χαροποιήσεις | να χαροποιήσεις | χαροποίησε | ||
γ' ενικ. | χαροποίησε | θα χαροποιήσει | να χαροποιήσει | |||
α' πληθ. | χαροποιήσαμε | θα χαροποιήσουμε | να χαροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | χαροποιήσατε | θα χαροποιήσετε | να χαροποιήσετε | χαροποιήστε | ||
γ' πληθ. | χαροποίησαν χαροποιήσαν(ε) |
θα χαροποιήσουν(ε) | να χαροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαροποιήσει | είχα χαροποιήσει | θα έχω χαροποιήσει | να έχω χαροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαροποιήσει | είχες χαροποιήσει | θα έχεις χαροποιήσει | να έχεις χαροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαροποιήσει | είχε χαροποιήσει | θα έχει χαροποιήσει | να έχει χαροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαροποιήσει | είχαμε χαροποιήσει | θα έχουμε χαροποιήσει | να έχουμε χαροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαροποιήσει | είχατε χαροποιήσει | θα έχετε χαροποιήσει | να έχετε χαροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαροποιήσει | είχαν χαροποιήσει | θα έχουν χαροποιήσει | να έχουν χαροποιήσει |
|