χαρουπόμελο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρουπόμελο ουδέτερο
- γλυκαντική ουσία από χαρούπι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρουπόμελο
|
χαρουπόμελο ουδέτερο
|