χαρουπόμελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρουπόμελο ουδέτερο
- γλυκαντική ουσία από χαρούπι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρουπόμελο
|