χαρτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρτί | τα | χαρτιά |
γενική | του | χαρτιού | των | χαρτιών |
αιτιατική | το | χαρτί | τα | χαρτιά |
κλητική | χαρτί | χαρτιά | ||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτί < αρχαία ελληνική χάρτης
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτί ουδέτερο
- λεπτό υλικό, φτιαγμένο από ξύλο ή άλλο υλικό, σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Χρησιμοποιείται, ανάλογα με την ποιότητά του, για γραφή, περιτύλιγμα κ.λπ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καμένο χαρτί : η υπόθεση ή το άτομο που βρίσκεται σε δεινή θέση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει
- παίζει χαρτιά : είναι χαρτοπαίχτης, παίζει παιχνίδια με τραπουλόχαρτα με σκοπό να κερδίσει χρήματα ή όχι
- χαρτί και καλαμάρι : με όλες τις λεπτομέρειες
- " Το χαρτί εφευρέθηκε στην Κίνα τον 5ο αι μ.Χ από τον Τσάι Λουν. "
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
χαρτί στη Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- βιβλιοχαρτοπωλείο
- βιβλιοχαρτοπώλης
- χαρταετός
- χαρτοβιομηχανία
- χαρτογιακάς
- χαρτοκιβώτιο
- χαρτοκλέφτης
- χαρτοκόπτης
- χαρτομάζα
- χαρτόμαζα
- χαρτομάντιλο
- χαρτονόμισμα
- χαρτοπαίγνιο
- χαρτοπαίζω
- χαρτοπαίχτης
- χαρτοπετσέτα
- χαρτοποιία
- χαρτοπόλεμος
- χαρτοπολτός
- χαρτοπωλείο
- χαρτοπώλης
- χαρτοσακούλα
- χαρτόσημο
- γυαλόχαρτο
- κουρελόχαρτο
- λαδόχαρτο
- μπακαλόχαρτο
- παλιόχαρτο
- πισσόχαρτο
- στουπόχαρτο
- στρατσόχαρτο
- στυπόχαρτο
- τραπουλόχαρτο
- τσιγαρόχαρτο
- χασαπόχαρτο
- χαρτοπολτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτί