χαρτί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Πίνακας με τα τυπικά μεγέθη χαρτιού εκτύπωσης.
Στοίβα χαρτιών σε διάφορα χρώματα.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτί τα χαρτιά
      γενική του χαρτιού των χαρτιών
    αιτιατική το χαρτί τα χαρτιά
     κλητική χαρτί χαρτιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαρτίν < ελληνιστική κοινή χαρτίον (υποκοριστικό της αρχαιοελληνικής χάρτης)
για το τραπουλόχαρτο < (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική carte

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaɾˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐τί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτί ουδέτερο

  1. λεπτό υλικό, φτιαγμένο από ξύλο ή άλλο υλικό, σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Χρησιμοποιείται, ανάλογα με την ποιότητά του, για γραφή, περιτύλιγμα κ.λπ.
  2. (μεταφορικά) το πολύ λευκό ύφασμα
  3. (οικείο) επίσημο έγγραφο
  4. (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο
    έκφραση: έχω χαρτί σήμερα!
     συνώνυμα: φύλλο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις[επεξεργασία]