χαρτοδέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοδέτης οι χαρτοδέτες
      γενική του χαρτοδέτη των χαρτοδετών
    αιτιατική τον χαρτοδέτη τους χαρτοδέτες
     κλητική χαρτοδέτη χαρτοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτοδέτης < χαρτο- + -δέτης + αρχαία ελληνική -δέτης δετός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτοδέτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)